- μονοδιάστατος
- -η, -ο (Μ μονοδιάστατος, -ον)αυτός που έχει μόνο μία διάσταση («μονοδιάστατο μέγεθος»).επίρρ...μονοδιάσταταμε μονοδιάστατο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -διάστατος (< διίσταμαι), πρβλ. πολυ-διάστατος].
Dictionary of Greek. 2013.