μονοδιάστατος

μονοδιάστατος
-η, -ο (Μ μονοδιάστατος, -ον)
αυτός που έχει μόνο μία διάσταση («μονοδιάστατο μέγεθος»).
επίρρ...
μονοδιάστατα
με μονοδιάστατο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -διάστατος (< διίσταμαι), πρβλ. πολυ-διάστατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονοδιάστατος — η, ο αυτός που έχει μια μόνο διάσταση: Μονοδιάστατη έννοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Μαρκούζε, Χέρμπερτ — (Herbert Marcuse, Βερολίνο 1898 – ΗΠΑ 1979). Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και του Φράιμπουργκ. Συνεργάστηκε με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης έως το 1933, οπότε το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”